- περίβλεπτος
- ος , ον1) отовсюду видный; 2) перен. видный, выдающийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίβλεπτος — looked at from all sides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβλεπτος — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., κάτ.). * * * η, ο / περίβλεπτος, ον, ΝΜΑ [περιβλέπω] 1. αυτός που είναι δυνατό να τὸν δει κανείς από… … Dictionary of Greek
περίβλεπτος — η, ο 1. αυτός που βλέπεται από παντού. 2. αυτός που θαυμάζεται απ όλους, περιφανής, έξοχος: Η κοινωνική του θέση είναι περίβλεπτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβλέπτως — περίβλεπτος looked at from all sides adverbial περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβλεπτον — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem acc sg περίβλεπτος looked at from all sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλεπτοτέρῳ — περίβλεπτος looked at from all sides masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλεπτότατοι — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλεπτότατος — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλεπτότεροι — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλέπτοιν — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλέπτοις — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)